- εγκαρδιωτικός
- η , όν воодушевляющий, ободряющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκαρδιωτικός — ή, ό αυτός που έχει τη δύναμη να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός … Dictionary of Greek
εγκαρδιωτικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός να εγκαρδιώνει, ενθαρρυντικός, εμψυχωτικός: Εγκαρδιωτικά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)